Η ποινική ευθύνη των γιατρών για ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη από αμέλεια
Ε. Συμεωνίδου- Καστανίδου
Καθηγητρια Ποινικού Δικαίου στο ΑΠΘ
1. Εισαγωγή
Τα δικαστήριά μας πολύ συχνά, και με αυξανόμενη ένταση όσο η τεχνολογία βελτιώνεται και οι προσπάθειες ανακοπής της πορείας των νόσων πολλαπλασιάζονται, αντιμετωπίζουν το πρόβλημα καταλογισμού ποινικής ευθύνης σε γιατρούς είτε για ανθρωποκτονία είτε για σωματική βλάβη από αμέλεια. Οι ποινικές διώξεις στηρίζονται κατά κανόνα σε προηγούμενη υποβολή έγκλησης από την πλευρά των ασθενών ή των συγγενικών τους προσώπων. Ωστόσο και χωρίς την υποβολή έγκλησης, ο εισαγγελέας είναι κατ’ αρχήν υποχρεωμένος να διερευνήσει κάθε σχετική υπόθεση, καθώς η μεν ανθρωποκτονία από αμέλεια διώκεται σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως, η δε σωματική βλάβη που προκαλείται από γιατρό κατά την άσκηση του λειτουργήματός του θεωρείται παγίως από τη νομολογία μας ως πράξη που τελείται από πρόσωπο το οποίο είναι υποχρεωμένο λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή και για τον λόγο αυτό δεν απαιτείται η υποβολή έγκλησης για τη δίωξή της, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 315 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ[1].
Στο κείμενο που ακολουθεί γίνεται μια προσπάθεια να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι εφικτή η κατάφαση της ιατρικής ποινικής ευθύνης από αμέλεια. Καθώς η ευθύνη αυτή μπορεί να προκύπτει είτε από πράξη (όταν ο γιατρός εφαρμόζει μια θεραπεία ή κάνει μια επέμβαση), είτε από παράλειψη (όταν δεν ενεργεί σύμφωνα με όσα ορίζει το ιατρικό του καθήκον, με αποτέλεσμα να προκληθεί σωματική βλάβη ή θάνατος), θα εξεταστούν αρχικά οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης στην ιατρική πράξη και στη συνέχεια στην παράλειψη.
2. Ποινική ευθύνη του γιατρού από πράξη
2.1.Το αρχικό άδικο
Για την κατάφαση της ποινικής ευθύνης του γιατρού από πράξη θα πρέπει να αποδειχθεί πρωτίστως ότι υπάρχει «πράξη» ανθρωποκτονίας ή πρόκλησης σωματικής βλάβης, ότι υπάρχει, δηλαδή, μια άμεση ή έμμεση επέμβαση του γιατρού στο σώμα του ασθενούς, η οποία αιτιοκρατικά έχει προκαλέσει θάνατο ή βλάβη της σωματικής ακεραιότητας. Τούτο λ.χ. μπορεί να συμβαίνει όταν ο γιατρός πραγματοποιεί μιαν εγχείριση που δεν είναι αναγκαία, καταστρέφει υγιές όργανο στη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης, συνταγογραφεί φάρμακο που η λήψη του προκαλεί πρόβλημα σε κάποιο ζωτικό όργανο[2].
Τονίζω τον όρο «αιτιοκρατικά», γιατί θα πρέπει πάντα να αποδεικνύεται ότι η συγκεκριμένη ενέργεια προκάλεσε το αποτέλεσμα, ότι δηλαδή αυτή έχει μετατραπεί στη βλαπτική για τη ζωή ή την υγεία συνέπεια. Η νομολογία μας έχει αντισταθεί σθεναρά στη θεωρητική κατασκευή της εξωτερικής αμέλειας, με την οποία επιχειρείται να συνδεθεί αιτιακά το αποτέλεσμα όχι με την πράξη, αλλά με ένα πιθανό σφάλμα του υπαιτίου[3]. Η ορθή αυτή νομολογιακή στάση επικυρώθηκε πρόσφατα και από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου[4], η οποία επιβεβαίωσε ότι για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια πρέπει να διαπιστώνεται «αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος»[5], όπως ακριβώς και στα εγκλήματα δόλου.
Η σχέση αυτή δεν είναι βεβαίως πάντα εύκολο να διαπιστωθεί, κυρίως όταν παρεμβάλλονται πράξεις ή παραλείψεις τρίτων ή και του ίδιου του ασθενούς. Στη νομολογία επικρατεί ωστόσο η ορθή άποψη ότι η συμπεριφορά κάθε εμπλεκόμενου προσώπου αξιολογείται αυτοτελώς και τονίζεται ότι «εάν στην επέλευση του αποτελέσματος συνετέλεσαν περισσότερες πράξεις ή παραλείψεις διαφόρων προσώπων, για τον προσδιορισμό της ευθύνης καθενός, κάθε ξεχωριστή ενέργεια ή παράλειψη συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα εάν αυτή κατά την κοινή αντίληψη τελεί μόνη ή μαζί με άλλου προσώπου σε σχέση άμεσης αιτιότητας με το αποτέλεσμα»[6]. Έτσι, πρέπει κάθε φορά να ερευνάται αν η ενέργεια ή παράλειψη ενός γιατρού συνέβαλε ουσιαστικά στην επέλευση του αποτελέσματος.
Σε κάθε περίπτωση, η διαπίστωση ενός ιατρικού σφάλματος, ακόμη κι αν αποδεικνύεται ότι αυτό μπορούσε να δημιουργήσει κίνδυνο ζωής, δεν είναι αρκετή. Αν λ.χ. χορηγείται ένα λάθος φάρμακο για την πίεση, τελικά όμως ο θάνατος επέρχεται από άλλη αιτία, δεν ευθύνεται ο γιατρός γι’ αυτόν. Σημασία, λοιπόν, έχει να διαπιστώνεται κάθε φορά αν συγκεκριμένη πράξη του γιατρού έχει προκαλέσει μόνη της ή έχει συμβάλει ουσιωδώς άμεσα στην πρόκληση του θανάτου ή της σωματικής βλάβης.
2.2.Το τελικό άδικο
2.2.1. Η ύπαρξη πάντως πράξης ανθρωποκτονίας ή σωματικής βλάβης δεν οδηγεί αυτόματα και στην κατάφαση ποινικής ευθύνης. Γιατί τότε κανείς δε θα τολμούσε να ασκήσει το ιατρικό επάγγελμα. Το ιατρικό επάγγελμα είναι συνδεδεμένο με κινδύνους. Είναι επομένως πιθανό ακόμη και η πιο προσεκτική ή φαινομενικά ακίνδυνη συμπεριφορά, όπως λ.χ. η χορήγηση μιας ασπιρίνης, να δημιουργήσει παρενέργειες και να έχει κάποτε μη επιθυμητά αποτελέσματα. Με βάση στοιχεία που έχει δώσει το American Institute of Medicine, κάθε χρόνο 106.000 ασθενείς στις ΗΠΑ πεθαίνουν από ανεπιθύμητες παρενέργειες φαρμάκων και από ιατρικές πράξεις που έχουν διεξαχθεί lege artis[7].
2.2.2. Αυτό δεν το αγνοεί το δίκαιο. Και γι’ αυτό μια αρχικά άδικη πράξη μπορεί τελικά να δικαιολογηθεί και να μείνει ατιμώρητη. Δεν δικαιολογείται όμως εξαιτίας της συναίνεσης του ασθενούς, όπως συχνά πιστεύουν οι γιατροί, θεωρώντας μάλιστα ότι, εάν την εξασφαλίσουν, μπορούν να «μετακυλήσουν» κατά κάποιο τρόπο την ευθύνη τους στους αρρώστους. Η συναίνεση είναι βέβαια αναγκαία, καθώς δεν μπορεί ο γιατρός να επεμβαίνει στο σώμα του ασθενούς όταν αυτός δεν το θέλει, προσβάλλοντας έτσι την προσωπικότητά του. Δεν είναι όμως αρκετή. Στο ποινικό δίκαιο η συναίνεση μπορεί να δικαιολογήσει μόνο τις απλές σωματικές βλάβες. Δεν μπορεί αντίθετα να δικαιολογήσει ούτε την πρόκληση του θανάτου ούτε και την επικίνδυνη ή βαριά σωματική βλάβη[8].
2.2.3. Η πράξη των γιατρών μπορεί, αντίθετα, να δικαιολογηθεί με βάση τον κανόνα της επιτρεπόμενης κινδυνώδους δράσης[9]. Αυτός ο λόγος άρσης του αδίκου λειτουργεί σε κάθε περίπτωση που, μολονότι μια πράξη είναι αρχικά άδικη, επειδή προσβάλλει ένα έννομο αγαθό, θεωρείται εντούτοις αναγκαία, επειδή συνδέεται με τη λειτουργία ενός τομέα αναγνωρισμένης κοινωνικής δραστηριότητας, στο πλαίσιο του οποίου τα οφέλη που προσδοκά η κοινωνία είναι σημαντικότερα από τους πιθανούς κινδύνους[10]. Αυτό ισχύει για τον χώρο παροχής υπηρεσιών υγείας, την οδική κυκλοφορία και ευρύτερα τον χώρο των συγκοινωνιών, τους αθλητικούς αγώνες, τη λειτουργία βιομηχανικών μονάδων κ.α.[11]. Αναγκαία, βέβαια, προϋπόθεση για την άρση του αδίκου στις περιπτώσεις αυτές είναι να τηρούνται οι κανόνες λειτουργίας των συγκεκριμένων χώρων, τους οποίους έχει θεσπίσει ο νομοθέτης, γνωρίζοντας ακριβώς και έχοντας αξιολογήσει τους υπάρχοντες κινδύνους[12].
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τις ιατρικές πράξεις, χρειάζεται να συντρέχουν σωρευτικά τέσσερεις προϋποθέσεις προκειμένου να δικαιολογηθεί η ανθρωποκτονία ή η σωματική βλάβη που μπορεί να έχει προκαλέσει ο γιατρός. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι:
(ι) Να έχει επιλεγεί η ενδεδειγμένη, με βάση τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες, μέθοδος για την αντιμετώπιση του ιατρικού προβλήματος. Στον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας τίθενται συγκεκριμένοι κανόνες ως προς το στοιχείο αυτό: (α) Αρχικά από το άρθρο 2 προκύπτει ότι η μέθοδος πρέπει να τείνει στη βελτίωση και αποκατάσταση της σωματικής, πνευματικής και ψυχικής υγείας και στην ανακούφιση από τους πόνους, ενώ απαγορεύεται και η υιοθέτηση αγωγής που δεν είναι προς το συμφέρον του ασθενούς (άρθρο 8.5 ΚΙΔ). (β) Παράλληλα ο γιατρός οφείλει να παραλείπει τη χρήση μεθόδων που δεν έχουν επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση (άρθρο 3.3 ΚΙΔ). Κάθε διαγνωστική ή θεραπευτική μέθοδος που δεν εφαρμόζεται από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα χαρακτηρίζεται ως πειραματική και η εφαρμογή της επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (άρθρα 3.4 και 24.4 ΚΙΔ). (γ) Τέλος, η εφαρμογή ιδιαίτερα παρεμβατικών ή μη αναστρέψιμων επεμβάσεων σε ψυχικά ασθενείς επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση και αφού προηγηθεί πλήρης επιστημονική τεκμηρίωση (άρθρα 28.12 και 13 ΚΙΔ).
(ιι) Ο γιατρός να έχει ενημερώσει τον ασθενή, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 11 του ΚΙΔ. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο αυτό: (α) Η ενημέρωση πρέπει να είναι πλήρης και να γίνεται με τρόπο κατανοητό[13]. Βεβαίως οι περισσότεροι ασθενείς δεν μπορούν να αντιληφθούν ειδικούς επιστημονικούς όρους, είναι όμως σημαντικό να γίνουν απολύτως κατανοητοί οι κίνδυνοι που συνεπάγεται η συγκεκριμένη επέμβαση. (β) Η ενημέρωση πρέπει να περιλαμβάνει και τις υπάρχουσες εναλλακτικές μεθόδους, καθώς και αναφορά στους λόγους για τους οποίους ο γιατρός προκρίνει συγκεκριμένη θεραπευτική αγωγή. (γ) Αν ο ασθενής δεν έχει ικανότητα συναίνεσης, επειδή είναι ανήλικος ή ακαταλόγιστος, ο γιατρός τον ενημερώνει στο μέτρο του δυνατού και ενημερώνει υποχρεωτικά, πλήρως, τα πρόσωπα που πρέπει κατά το νόμο να συναινέσουν για την πραγματοποίηση της ιατρικής πράξης, δηλαδή τους γονείς, τον δικαστικό παραστάτη αν έχει οριστεί ή τους οικείους, κατά περίπτωση. (δ) Με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει – μολονότι ο νόμος σιωπά - να αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις που η ψυχοσωματική κατάσταση του ασθενούς δεν επιτρέπει στον γιατρό την πλήρη ενημέρωσή του, γιατί, κατά την κρίση του, θα οδηγήσει σε τέτοιας έντασης κατάρρευση, ώστε να κινδυνεύει να επηρεαστεί και η ίδια η εφαρμογή της ιατρικής πράξης. Πάντως ακόμη και στην περίπτωση αυτή, μία γενική ενημέρωση πρέπει να γίνει[14].
(ιιι) Ο ασθενής να έχει δώσει τη συναίνεσή του για την πραγματοποίηση της ιατρικής πράξης (άρθρο 12 ΚΙΔ). Η συναίνεση δεν χρειάζεται να έχει συγκεκριμένο τύπο, πρέπει όμως, όπως ρητά ορίζεται, (άρθρο 12 παρ. 2.γ ΚΙΔ) να καλύπτει πλήρως την ιατρική πράξη, κατά το συγκεκριμένο περιεχόμενό της. Όταν επομένως έχει δοθεί για συγκεκριμένη ιατρική πράξη, δεν μπορεί με την κατασκευή της «εικαζόμενης συναίνεσης», που είχε χρησιμοποιηθεί παλαιότερα[15], να επεκταθεί και σε άλλες ιατρικές πράξεις, εκτός αν οι αποκλίσεις είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Για να είναι έγκυρη, εξάλλου, η συναίνεση πρέπει ο ασθενής να έχει συνείδηση της σημασίας της. Αν είναι ανήλικος ή ανίκανος, η συναίνεση δίδεται από εκείνους που ασκούν τη γονική μέριμνα ή από τον δικαστικό συμπαραστάτη αντίστοιχα. Αν δεν υπάρχει δικαστικός συμπαραστάτης, η συναίνεση δίδεται από τους οικείους, ενώ όταν ο ασθενής είναι ανήλικος, λαμβάνεται υπόψη και η δική του βούληση, αν αυτός, κατά την κρίση του γιατρού, έχει την ωριμότητα να κατανοήσει την κατάσταση της υγείας του. Σε κάθε περίπτωση η συναίνεση πρέπει να υπάρχει κατά τη στιγμή που πραγματοποιείται η επέμβαση. Είναι λοιπόν δυνατό, μέχρι και την τελευταία στιγμή να ανακληθεί.
(ιν) Η ιατρική πράξη να υλοποιείται legeartis. Για το πότε συντρέχει το στοιχείο αυτό δεν υπάρχει απόλυτη ομοφωνία στην επιστήμη, όπου αμφισβητείται αν ενδιαφέρει η τήρηση των γενικά παραδεκτών κανόνων ή αν θα πρέπει να εκτιμώνται κάθε φορά οι αυξημένες δεξιότητες ή γνώσεις του συγκεκριμένου γιατρού. Στο σημείο αυτό ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας διευκρινίζει ότι ο γιατρός μπορεί να ευθύνεται μόνο αν έχει παραβιάσει τους ισχύοντες γενικά παραδεκτούς κανόνες (άρθρα 2 παρ. 3 και 10 παρ. 1 ΚΙΔ)[16].Κρίσιμο είναι επομένως να ελέγχεται αν ο γιατρός έχει τηρήσει τα αντικειμενικά standardς που γίνονται κάθε στιγμή αποδεκτά στον χώρο της ιατρικής επιστήμης. Αυτό σημαίνει ότι: (α) Μόνο το γεγονός ότι ο γιατρός δεν ήταν εξειδικευμένος στην πραγματοποίηση συγκεκριμένων επεμβάσεων, δεν είναι σημαντικό για την κατάφαση της ευθύνης του, εφόσον πάντως αποδεικνύεται ότι αντικειμενικά δεν έκανε τίποτε λιγότερο από έναν εξειδικευμένο γιατρό. (β)Αν αντίθετα δεν τήρησε τους κανόνες επιμέλειας επειδή δεν είχε τις ειδικές γνώσεις να τους τηρήσει, επειδή λ.χ. το ιατρείο του δεν διέθετε τον αναγκαίο εξοπλισμό για την πραγματοποίηση τέτοιου είδους επεμβάσεων τότε βέβαια η προσβολή της σωματικής ακεραιότητας ή της ζωής του ασθενούς δεν μπορεί να δικαιολογηθεί[17].
2.2.4. Εάν οι πιο πάνω 4 προϋποθέσεις έχουν τηρηθεί στο σύνολό τους, η αρχικά άδικη πράξη του γιατρού δεν είναι τελικά άδικη και ο γιατρός δεν έχει καμία ευθύνη για το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης ή του θανάτου που προκάλεσε η συμπεριφορά του. Με άλλα λόγια, ο γιατρός δεν υποχρεούται σε κάθε περίπτωση να θεραπεύσει τον ασθενή. Οφείλει όμως να τηρεί τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης. Αυτή η πιστή τήρηση των κανόνων αποκλείει τόσο την ποινική, όσο και την αστική του ευθύνη[18].
Αν αντίθετα κάποιος από τους πιο πάνω κανόνες δεν τηρείται, τότε η συμπεριφορά του γιατρού διατηρεί τον άδικο χαρακτήρα της. Αξίζει να αναφέρουμε ως παράδειγμα την περίπτωση ενός γιατρού που ανέλαβε να θεραπεύσει όγκο του τραχήλου της μήτρας με ακτινοβολία. Η μέθοδος ήταν ιατρικά ενδεδειγμένη και εφαρμόστηκε lege artis με τη συναίνεση της ασθενούς. Ο όγκος υποχώρησε, η ακτινοβολία όμως προσέβαλε το ουροποιητικό σύστημα, πιθανότητα που όπως δέχτηκε το γερμανικό δικαστήριο, το οποίο ασχολήθηκε με το θέμα, ανερχόταν σε ποσοστό 5-6 %. Ο γιατρός τιμωρήθηκε για τη σωματική βλάβη, γιατί δεν είχε ενημερώσει την ασθενή για τον σχετικό κίνδυνο[19].
Αντίστοιχα αντιμετωπίστηκε μία περίπτωση που ο γιατρός επενέβη για να αφαιρέσει ένα μεγάλο ινομύωμα από τη μήτρα. Καθώς αυτό ήταν συνδεδεμένο με τα τοιχώματα, αναγκάσθηκε να αφαιρέσει ολόκληρη τη μήτρα. Καταδικάστηκε για τη σωματική βλάβη, γιατί ούτε η ενημέρωση ούτε η συναίνεση κάλυπτε την πιθανότητα αφαίρεσης της μήτρας[20]. Η ιατρική επομένως επέμβαση, ακόμη κι όταν είναι ενδεδειγμένη, δεν είναι επιτρεπτή χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του ασθενούς[21].
Αλλά και σε μια υπόθεση που έφθασε στον Συνήγορο του Πολίτη, έγινε δεκτό ότι η βλάβη ασθενούς στη διάρκεια γυναικολογικής επέμβασης προήλθε από επέκταση της επέμβασης στον ουρητήρα, χωρίς να ενημερωθεί και να συναινέσει η ασθενής για την ενέργεια αυτή, ενώ και η ίδια η πράξη, όχι μόνο δεν έπρεπε να γίνει από την αρχή, αλλά επιπλέον εκτελέσθηκε πλημμελώς και οδήγησε στην απώλεια του ενός νεφρού της ασθενούς[22].
2.2.5. Η απόδειξη ωστόσο των πιο πάνω τεσσάρων προϋποθέσεων είναι στην πράξη εξαιρετικά δυσχερής:
Πολύ συχνά αμφισβητείται λ.χ. αν η μέθοδος που υιοθετείται είναι πράγματι η πλέον πρόσφορη και αναγνωρισμένη από τη διεθνή κοινότητα. Στον ΚΙΔ ορίζεται βέβαια ότι ο γιατρός, κατά την άσκηση της ιατρικής, ενεργεί με πλήρη ελευθερία, στο πλαίσιο των γενικά αποδεκτών κανόνων (άρθρο 3 ΚΙΔ), ενώ και στη νομολογία έχει γίνει δεκτό ότι αν δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές, ο γιατρός έχει την ευχέρεια να επιλέγει εκείνη τη μέθοδο που κρίνει καταλληλότερη[23]. Ωστόσο σε όλες τις περιπτώσεις που υπάρχουν περισσότερες σημαντικά διαφορετικές εναλλακτικές λύσεις, η ανασφάλεια παραμένει. Αμφισβητήσεις μπορούν επίσης να ανακύψουν αν ο ασθενής ενημερώθηκε πράγματι λεπτομερώς, κυρίως όμως αν κατάλαβε όσα του είπε ο γιατρός και αν η συναίνεσή του ήταν πράγματι ελεύθερη ή αντίθετα προϊόν φόβου και σύγχυσης – που πολλές φορές, όπως ισχυρίζεται ο ασθενής, του έχει προκαλέσει ηθελημένα ο γιατρός για να τον παρασύρει σε μία επέμβαση[24]. Ιδιαίτερα ζητήματα έχει δημιουργήσει τέλος και ο τρόπος με τον οποίο ελέγχεται αν μια επέμβαση έχει γίνει legeartis.
Η αντιμετώπιση των αποδεικτικών αυτών ζητημάτων είναι μια διαδικασία δύσκολη για τον ποινικό δικαστή, κυρίως γιατί ο ίδιος δεν διαθέτει τις αναγκαίες γνώσεις για να διαπιστώσει αν η μέθοδος που υιοθετήθηκε ήταν πράγματι ενδεδειγμένη ή αν τηρήθηκαν οι γενικά παραδεκτοί κανόνες εφαρμογής της[25]. Έτσι, είναι κατά βάση αναγκαία η προσφυγή στην βοήθεια των ειδικών, δηλαδή γιατρών της ίδιας ή σχετικής με αυτήν του κατηγορουμένου ειδικότητας, οι οποίοι άλλωστε, θα πρέπει να αξιολογήσουν την ιατρική πράξη όχι με βάση τις γνώσεις και τεχνικές της εποχής που διεξάγεται η δίκη, αλλά της στιγμής που τελέστηκε η πράξη. Οι διαφορές μπορεί να είναι πολύ σημαντικές. Και τούτο γιατί, με την εξέλιξη της ιατρικής τεχνολογίας τα τελευταία χρόνια, είναι πολύ πιθανό, πράξεις που ήταν ενδεδειγμένες και επιχειρήθηκαν lege artis, να αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι δεν έπρεπε να γίνουν ή δεν έπρεπε να γίνουν με τον τρόπο που έγιναν[26].
Ένα πρόσθετο πρόβλημα είναι ότι συχνά οι σχετικές πραγματογνωμοσύνες δεν έχουν την αναγκαία για μια δικαστική κρίση σαφήνεια, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που προσκομίζονται πραγματογνωμοσύνες οι οποίες καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Ασφαλώς, γίνεται ευρύτερα αποδεκτό, ότι η δικαστική κρίση δεν είναι δέσμια των πραγματογνωμόνων. Ο δικαστής μπορεί να δεχτεί εκείνη την πραγματογνωμοσύνη που θεωρεί πιο πειστική ή να μην δεχθεί καμία από τις πραγματογνωμοσύνες[27]. Ωστόσο η κρίση του θα πρέπει να είναι τεκμηριωμένη. Θα πρέπει, δηλαδή, να αιτιολογεί γιατί αγνοεί την κρίση ενός ειδικού και αυτό είναι ασφαλώς εξαιρετικά δύσκολο.
Οι δυσκολίες στο επίπεδο της αποδεικτικής διαδικασίας αφορούν εξάλλου και την πραγματοποίηση της ενημέρωσης του ασθενούς. Και τούτο γιατί στην Ελλάδα, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει σε άλλες χώρες, η ενημέρωση γίνεται κατά κανόνα μόνο προφορικά, ώστε να μην μπορεί να βεβαιωθεί αν ήταν πράγματι πλήρης και αν ο ασθενής κατανόησε τους κινδύνους και τις πιθανές παρενέργειες της ιατρικής πράξης. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Συνήγορος Υγείας υποδεικνύει να αποτυπώνεται η ενημέρωση και η συναίνεση του ασθενούς σε ειδικά αναλυτικά έντυπα, τα οποία πρέπει να υπογράφονται πριν από την διενέργεια οποιασδήποτε ιατρικής πράξης, ώστε να μην δημιουργούνται ή πάντως να περιορίζονται τα αποδεικτικά προβλήματα[28].
2.3. Τα υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος
2.3.1. Ακόμη πάντως και αν η πράξη του γιατρού κριθεί τελικά άδικη, γίνει, λ.χ. δεκτό ότι αυτός υιοθέτησε μια μη ενδεδειγμένη θεραπεία, ότι δεν ενημέρωσε πλήρως τον ασθενή, ότι υπερέβη τα όρια της δοθείσας συναίνεσης ή ότι τέλεσε την πράξη κατά παράβαση των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων, θα πρέπει επιπλέον - και αυτοτελώς - να εξετάζεται αν συντρέχουν τα στοιχεία της αμέλειας, τόσο τα οντολογικά όσο και τα αξιολογικά, όπως περιγράφονται στο άρθρο 28 ΠΚ.
2.3.2. Τα οντολογικά στοιχεία είναι κρίσιμα για να καταλήξει το δικαστήριο στο είδος της αμέλειας, κάτι που θεωρείται ούτως ή άλλως σημαντικό για την επιμέτρηση της ποινής. Στην απόφαση πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται αν ο γιατρός γνώριζε ως ενδεχόμενο το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης και αδιαφόρησε (ενσυνείδητη αμέλεια α΄ βαθμού), το γνώριζε ως πιθανό και προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να το αποφύγει (ενσυνείδητη αμέλεια β΄ βαθμού) ή αν, τέλος, αγνοούσε πλήρως την πιθανότητα επέλευσης του αποτελέσματος (ασυνείδητη αμέλεια). Κατά πάγια αρεοπαγιτική νομολογία, το δικαστήριο της ουσίας όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα αμέλειας, πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποιο από τα παραπάνω είδη αμέλειας συνέτρεξε, διακρίνοντας σε κάθε περίπτωση μεταξύ ενσυνείδητης και ασυνείδητης αμέλειας. «Διότι», όπως σημειώνεται, «αν δεν εκθέτει τούτο σαφώς ή δέχεται και τα δύο είδη δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης»[29].
2.3.3. Σε ό,τι αφορά τα αξιολογικά στοιχεία της αμέλειας, ο γιατρός ευθύνεται μόνο αν η πράξη του οφείλεται σε έλλειψη προσοχής που όφειλε και μπορούσε να επιδείξει (άρθρο 28 ΠΚ).
Το τι όφειλε να κάνει, κρίνεται με βάση τα στοιχεία της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, αντικειμενικά, σύμφωνα με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης. Επομένως, αν υποτεθεί ότι ο γιατρός χρησιμοποιώντας εργαλείο που δεν ήταν καλά αποστειρωμένο προκαλεί μόλυνση με την πράξη του στον ασθενή, ασφαλώς υπάρχει πράξη σωματικής βλάβης από την πλευρά του, η οποία είναι και τελικά άδικη – αφού η επέμβαση δεν έγινε lege artis. Η πράξη όμως δεν μπορεί να του καταλογιστεί γιατί ο ίδιος δεν όφειλε με βάση τους γενικά παραδεκτούς κανόνες, βάσει των οποίων πραγματοποιούνται οι χειρουργικές επεμβάσεις, να ελέγξει αν το εργαλείο που του έδωσε η νοσοκόμα είχε αποστειρωθεί πλήρως. Εδώ ισχύει η αρχή της εμπιστοσύνης, βάσει της οποίας, στο πλαίσιο της συνεργασίας περισσοτέρων για την υλοποίηση μιας επέμβασης, ο καθένας δικαιούται να επαφίεται στο ότι και οι υπόλοιποι θα κάνουν καλά τη δουλειά τους, εκτός από τις περιπτώσεις που το σφάλμα είναι εμφανές και στον μη ειδικό.
Ακόμη όμως και αν ένας γιατρός έχει επιδείξει έλλειψη προσοχής που όφειλε να δείξει, για την κατάφαση της υποκειμενικής του ευθύνης πρέπει επιπλέον να αποδειχθεί και ότι μπορούσε να καταβάλει μεγαλύτερη προσοχή. Στο επίπεδο αυτό εξετάζονται οι προσωπικές ικανότητες του γιατρού, στο πλαίσιο των συνθηκών κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Γιατί είναι βέβαια πιθανό ο γιατρός να οφείλει να κάνει λ.χ. συγκεκριμένες εξετάσεις στον ασθενή, ωστόσο το απαραίτητο ιατρικό μηχάνημα να απουσιάζει ή να είναι χαλασμένο. Στην περίπτωση αυτή, μολονότι οφείλει να δείξει μεγαλύτερη επιμέλεια, αδυνατεί να το κάνει[30].
2.4. Συμπέρασμα
Με βάση τα παραπάνω, ο γιατρός μπορεί να καταδικασθεί για ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη από αμέλεια κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων όταν διαπιστώνεται ότι:
(ι) τέλεσε συγκεκριμένη μυϊκή ενέργεια η οποία προκάλεσε αιτιακά τη βλάβη της ζωής ή της υγείας,
(ιι) δεν τήρησε κάποιον από τους όρους της επιτρεπόμενης κινδυνώδους δράσης, όπως αυτοί αναφέρθηκαν παραπάνω,
(ιιι) συντρέχουν στο πρόσωπό του τα οντολογικά στοιχεία της αμέλειας (ενσυνείδητης ή ασυνείδητης) και
(ιν) συντρέχουν επίσης τα αξιολογικά στοιχεία της αμέλειας, δηλαδή η πρόκληση του αποτελέσματος οφείλεται στο ότι ο γιατρός δεν κατέβαλε την προσοχή που όφειλε, κατά τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής, και μπορούσε, με βάση τις γνώσεις και την εμπειρία του, να καταβάλει.
3. Ποινική ευθύνη του γιατρού από παράλειψη
3.1. Υποχρεωτική αναφορά στη μορφή της αξιόποινης συμπεριφοράς
Τόσο το έγκλημα της ανθρωποκτονίας όσο και αυτό της σωματικής βλάβης είναιεγκλήματα αποτελέσματος ή ουσιαστικά. Μπορούν, επομένως, να τελεστούν και με παράλειψη, εφόσον συντρέχουν οι όροι του άρθρου 15 ΠΚ. Στη δικαστική απόφαση πρέπει να αναφέρεται, σε κάθε περίπτωση, αν ο θάνατος ή η σωματική βλάβη οφείλονται σε πράξη ή παράλειψη του γιατρού,γιατί η κατάφαση της ποινικής ευθύνης από παράλειψηπροϋποθέτει τη συνδρομή διαφορετικών όρων, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
3.2. Οι αναγκαίοι όροι για τη θεμελίωση ευθύνης με παράλειψη
3.2.1. Η θεμελίωση ποινικής ευθύνης του γιατρού για ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη από παράλειψη προϋποθέτει να αποδεικνύεται αρχικά ότι ο γιατρός δεν ενήργησε ή δεν ενήργησε εγκαίρως και ότι η παράλειψή του αυτή προκάλεσε το αποτέλεσμα του θανάτου ή την προσβολή της σωματικής ακεραιότητας του ασθενούς. Επομένως, για την κατάφαση της ευθύνης του γιατρού πρέπει στην απόφαση να αναφέρεται:
(α) ποια συγκεκριμένη ενέργεια όφειλε ο γιατρός να κάνει,
(β) ποιος ήταν ο χρόνος κατά τον οποίο έπρεπε να την πραγματοποιήσει και
(γ) πώς συνδέεται αιτιωδώς η παράλειψή του με την πρόκληση του θανάτου ή της σωματικής βλάβης.
Κατά την πάγια θέση της νομολογίας μας[31], μια παράλειψη συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης, όταν πιθανολογείται με βασιμότητα, που αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, ότι η εκπλήρωση της υποχρέωσης θα μπορούσε να αποτρέψει την εμφάνιση του κινδύνου ή να ανακόψει, έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα, την εξέλιξή του προς τη βλάβη του έννομου αγαθού, ώστε τελικά να μην επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα έτσι όπως επήλθε. Αξίζει λ.χ. να αναφερθεί στο σημείο αυτό η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών 4549/2000[32], με την οποία αθωώθηκε γιατρός, που κατηγορούνταν για ανθρωποκτονία με παράλειψη, διότι το δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι η άμεση χειρουργική επέμβαση, την οποία όφειλε να κάνει, θα μπορούσε να ανακόψει την αυτοδύναμη εξέλιξη του κινδύνου προς τη βλάβη του έννομου αγαθού[33].
3.2.2. Αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ιατρικής ευθύνης είναι επίσης η ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης για την τέλεση της συγκεκριμένης πράξης, η οποία, κατά την πάγια νομολογία, μπορεί να πηγάζει από τον νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη πράξη που προκάλεσε τον κίνδυνο[34].
Ο νόμος που προσδιορίζει τις υποχρεώσεις των γιατρών για την τέλεση συγκεκριμένων πράξεων είναι κατά βάση ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας[35], σε πολλές από τις διατάξεις του οποίου έχει ήδη γίνει εκτενής αναφορά, ενώ για συγκεκριμένες ιατρικές ειδικότητες υπάρχουν και επιπλέον νομοθετικά κείμενα, όπως λ.χ. ο Κώδικας Οδοντιατρικής Δεοντολογίας[36]. Από τον ΚΙΔ προκύπτει, για παράδειγμα, ότι ο γιατρός οφείλει κυρίως: (α) Να προσφέρει τις υπηρεσίες του οποτεδήποτε του ζητείται, με στόχο τη διάγνωση και θεραπεία της ασθένειας καθώς και την ανακούφιση από τους πόνους (άρθρα 2 και 9.1, 2 ΚΙΔ)[37]. (β) Να συνεργάζεται με τους συναδέλφους του και το λοιπό προσωπικό (άρθρα 4.2. και 21.4 ΚΙΔ). (γ) Να ενημερώνει επαρκώς τους συναδέλφους του σχετικά με την κατάσταση του ασθενούς μετά το πέρας των καθηκόντων του (άρθρο 8.6 ΚΙΔ). (δ) Να φροντίζει για τη σύγκλιση ιατρικού συμβουλίου εάν το ζητούν ο ασθενής ή οι οικείοι του (άρθρο 8.7 ΚΙΔ). (ε) Να προσφέρει τη βοήθειά του σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης ή μαζικής καταστροφής(άρθρο 9.5 ΚΙΔ). (στ) Να καταβάλει αυξημένη προσοχή για άτομα που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες (άρθρο 16.5 ΚΙΔ). (ζ) Να έρχεται σε επαφή με τον γιατρό που παρακολουθούσε προηγουμένως τον ασθενή του (άρθρο 21.3 ΚΙΔ). (η) Να χορηγεί θεραπεία σε ασθενή που πάσχει από ψυχική νόσο ακόμα και παρά την άρνησή του, αν διαφορετικά τίθεται σε κίνδυνο η ζωή του ασθενούς ή εκείνων που τον περιβάλλουν (άρθρο 28. 8 ΚΙΔ). (θ) Να λαμβάνει τέλος όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα ώστε να μην προσβληθεί η υγεία προσώπου που λαμβάνει ή δίνει αίμα (άρθρο 33 ΚΙΔ).
Οι υποχρεώσεις αυτές δεν είναι βεβαίως απεριόριστες. Ο γιατρός δικαιούται, ειδικότερα, επικαλούμενος λόγους συνείδησης, να αρνηθεί να συμμετάσχει σε ιατρικές επεμβάσεις που είναι αμφισβητούμενες ή στις οποίες ο ίδιος αντιτίθεται συνειδησιακά (άρθρο 2.5 ΚΙΔ). Ακόμα όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις υποχρεούται να επέμβει αν υπάρχει θέμα επείγοντος (άρθρο 5.2. ΚΙΔ). Ειδικές περιπτώσεις άρνησης της ιατρικής πράξης για λόγους ηθικής συνείδησης προβλέπονται στα άρθρα 30.5 και 31 ΚΙΔ σχετικά με εφαρμογές της ιατρικά υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και την διακοπή της κύησης. Ο γιατρός έχει επίσης το δικαίωμα να αρνηθεί να εφαρμόσει ορισμένη μέθοδο, όταν κρίνει ότι μία άλλη υπερτερεί σημαντικά για τον συγκεκριμένο ασθενή (άρθρο 3. 3 ΚΙΔ), ή να αρνηθεί να πραγματοποιήσει μια επέμβαση, αν δεν έχει την απαιτούμενη επιστημονική επάρκεια ή υπάρχει ειδικός λόγος που καθιστά αντικειμενικά αδύνατη την προσφορά των υπηρεσιών του (άρθρο 9.2 ΚΙΔ). Τέλος δικαιούται να διακόψει την παροχή υπηρεσιών για λόγους επιστημονικούς ή προσωπικούς (άρθρο 9.4 ΚΙΔ), ενώ δικαιούται να μην πραγματοποιήσει ο ίδιος μια επέμβαση αλλά να την αναθέσει στο νοσηλευτικό προσωπικό αν κρίνει ότι αυτό είναι προς όφελος του ασθενούς (άρθρο 21.5 ΚΙΔ). Πρέπει όμως να είναι βέβαιος για την επάρκεια του προσωπικού αυτού και να δώσει όλες τις αναγκαίες οδηγίες, ενώ παραμένει υπεύθυνος για τη διαχείριση της φροντίδας του ασθενούς.
Επιπλέον υποχρεώσεις των γιατρών μπορεί να προκύπτουν, άλλωστε, και από τη σύμβαση που συνάπτουν με τους ασθενείς τους, η οποία ασφαλώς δεν χρειάζεται να έχει περιβληθεί ορισμένο τύπο. Αρκεί ακόμη και η σχετική προφορική συμφωνία, εφόσον όμως οι υποχρεώσεις του γιατρού προκύπτουν από αυτήν με σαφήνεια.
Τέλος, η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του γιατρού για ενέργεια μπορεί να προκύπτει από προηγούμενη δική του επικίνδυνη πράξη, όπως λ.χ. συμβαίνει όταν ο γιατρός έχει δώσει στον ασθενή εσφαλμένη αγωγή που προκάλεσε κίνδυνο για τη ζωή του.
Έτσι έχει γίνει δεκτή στη νομολογία μας ποινική ευθύνη γιατρού που:
(α) δεν μπόρεσε να διαγνώσει εγκαίρως το ιατρικό πρόβλημα του ασθενούς, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η υγεία του[38],
(β) καθυστέρησε σημαντικά να προχωρήσει στην εκτέλεση ορισμένης ιατρικής πράξης, με αποτέλεσμα και πάλι την επιδείνωση της υγείας,
(γ) έκανε lege artis μια ιατρική επέμβαση, αλλά παρέλειψε να χορηγήσει στον ασθενή την αναγκαία θεραπευτική αγωγή – λ.χ. ισχυρή αντιβίωση - με αποτέλεσμα την επιδείνωση της κατάστασής του, ή
(δ) δεν διέγνωσε εγκαίρως τις επιπλοκές που προκάλεσε η επέμβασή του, ώστε να παραπέμψει τον ασθενή στον αρμόδιο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του γιατρό[39].
3.2.3. Στην απόφαση πρέπει πάντως να αναφέρεται η διάταξη του νόμου ή της σύμβασης που προβλέπει την υποχρέωση του γιατρού να προβεί στη συγκεκριμένη πράξη ή η προηγούμενη επικίνδυνη ενέργειά του που θεμελιώνει υποχρέωση επέμβασης, εφόσον σε διαφορετική περίπτωση δεν πληρούται καν η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Και τούτο γιατί, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τα εγκλήματα ενέργειας και τα εγκλήματα γνήσιας παράλειψης, στα οποία η αξιόποινη συμπεριφορά περιγράφεται στο σύνολό της στον κυρωτικό κανόνα, στα εγκλήματα μη γνήσιας παράλειψης, το αρχικό άδικο προκύπτει μόνο από τον συνδυασμό του κυρωτικού κανόνα με το άρθρο 15 ΠΚ, οι όροι του οποίου εντάσσονται, έτσι, στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος.
Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί ότι συχνά στη νομολογία μας το στοιχείο αυτό παραβλέπεται και τονίζεται αντίθετα ότι η αναφορά των όρων του άρθρου 15 ΠΚ είναι αναγκαία μόνον όταν η αμέλεια συνιστά σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε[40]. Αυτό όμως δεν είναι σωστό. Με το άρθρο 15 ΠΚ επεκτείνεται το αξιόποινο και μια συμπεριφορά, η οποία με βάση τον κυρωτικό κανόνα - όπου τυποποιείται συγκεκριμένη μυϊκή ενέργεια - δεν είναι έγκλημα, μετατρέπεται σε αξιόποινη. Έτσι, το να τιμωρείται κάποιος για ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη με παράλειψη χωρίς να μνημονεύεται το άρθρο 15 ΠΚ, είναι σαν να τιμωρείται για απόπειρα ή απλή συνέργεια σε ένα έγκλημα χωρίς να αναφέρονται οι όροι των άρθρων 42 ή 47 ΠΚ[41].
3.2.4. Στη νομολογία μας συναντάται επίσης συχνά η φράση ότι «η παράλειψη ενυπάρχει σε κάθε μορφή αμέλειας»[42]. Η φράση αυτή είναι ορθή, ωστόσο δεν θα πρέπει να μας παρασύρει στην εκτίμηση ότι δεν απαιτείται να αποδεικνύονται αυτοτελώς οι όροι του άρθρου 15 ΠΚ. Και τούτο γιατί αναφέρεται ουσιαστικά σε ένα άλλο επίπεδο κρίσης, δηλαδή στο υποκειμενικό.
Με άλλα λόγια, η αμέλεια εμπεριέχει πράγματι πάντα μια παράλειψη, γιατί σύμφωνα με το άρθρο 28 ΠΚ πρέπει, όπως ήδη ειπώθηκε, να μην έχει ο δράστης επιδείξει την προσοχή που όφειλε και μπορούσε να δείξει. Και αυτό είναι ασφαλώς μια παράλειψη. Όμως για να ελέγξουμε το στοιχείο αυτό θα πρέπει να έχει προηγηθεί η κρίση ότι υπάρχει και σε αντικειμενικό επίπεδο μια άλλη παράλειψη, δηλαδή, ότι ο γιατρός δεν έχει κάνει την ενέργεια εκείνη που θα μπορούσε να αποτρέψει την επέλευση του θανάτου ή της σωματικής βλάβης. Για την εκτέλεση αυτής της ενέργειας απαιτείται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση.
Παράδειγμα: Ο γιατρός δεν διαγιγνώσκει εγκαίρως ότι ο ασθενής έπρεπε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και δεν πραγματοποιεί την επέμβαση, με αποτέλεσμα να επέλθει μετά από δύο ημέρες ο θάνατός του. Αυτή η παράλειψη, κατά παράβαση της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης που δημιουργεί ο νόμος ή η σύμβαση, κατά περίπτωση, οδηγεί στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας. Στη συνέχεια μια εντελώς διαφορετική παράλειψη είναι το ότι δεν κατέβαλε την προσοχή που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει. Η δεύτερη αυτή παράλειψη δεν είναι δεδομένη κάθε φορά που υπάρχει η πρώτη. Δηλαδή, παρά το ότι πράγματι ο γιατρός δεν διέγνωσε εγκαίρως την ασθένεια, μπορεί τελικά να αποδειχθεί ότι πάντως δεν είχε αμέλεια, γιατί κατά τους γενικά παραδεκτούς κανόνες άσκησης της ιατρικής, αυτός έδειξε κάθε απαιτούμενη προσοχή για να κάνει σωστά τη διάγνωση, αλλά δεν μπόρεσε τελικά να το πετύχει για οποιονδήποτε λόγο.
3.3. Η σημασία της άρνησης του ασθενούς να δεχθεί συγκεκριμένη ιατρική πράξη
Σε κάθε περίπτωση, ο γιατρός είναι υποχρεωμένος να προσφέρει τις υπηρεσίες του, εφόσον ο ασθενής συναινεί. Αν ο ασθενής αρνείται την πραγματοποίηση της ιατρικής πράξης, η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του γιατρού παύει να υπάρχει και επομένως δεν πραγματώνεται καν η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Η υποχρεωτική θεραπεία, ακόμη και όταν η ζωή του ασθενούς βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο, απαγορεύτηκε στο δίκαιό μας ήδη με το άρθρο 47 ν. 2071/1992. Κατοχυρώθηκε στη συνέχεια στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη βιοϊατρική, που κυρώθηκε με τον νόμο 2619/1998 (Άρθρο 6 εδ. α΄), και προβλέπεται πλέον και στον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, όπου ορίζεται μάλιστα ρητά ότι ο γιατρός υποχρεούται να απέχει από οποιαδήποτε ιατρική πράξη χωρίς προηγούμενη συναίνεση του ασθενούς (Άρθρο 12 παρ. 1 ΚΙΔ). Ακόμη και στις επείγουσες περιπτώσεις, κατά τις οποίες συντρέχει άμεση, απόλυτη και κατεπείγουσα ανάγκη παροχής ιατρικής φροντίδας, ο γιατρός μπορεί να επέμβει χωρίς συναίνεση, μόνον όταν η συναίνεση δεν μπορεί να ληφθεί (Άρθρο 12 παρ. 3 ΚΙΔ).
3.4. Η ευθύνη των γιατρών κατά την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών
Ιδιαίτερη αναφορά χρειάζεται στις περιπτώσεις που υπάρχουν επείγοντα περιστατικά, για την αντιμετώπιση των οποίων συχνά δεν υπάρχει καν δυνατότητα ενημέρωσης του ασθενούς.
Με βάση το άρθρο 9 παρ. 3 του ΚΙΔ, σε περίπτωση επείγοντος ο γιατρός υποχρεούται να προσφέρει τη βοήθειά του ανεξάρτητα από την ειδικότητά του, ακόμη κι όταν δεν υπάρχουν τα κατάλληλα μέσα για την άσκηση της ιατρικής. Το νόημα της συγκεκριμένης διάταξης είναι ότι ο γιατρός πρέπει να κάνει κάθετι που είναι αναγκαίο για να ανακόψει την εξέλιξη του κινδύνου προς τη βλάβη του αγαθού, μέχρις ότου καταστεί εφικτή η παραπομπή του ασθενούς σε γιατρό κατάλληλης ειδικότητας. Αν δεν το κάνει και προκληθεί για τον λόγο αυτό σωματική βλάβη ή θάνατος, ο γιατρός, παρόλο που δεν είναι ειδικός, θα έχει ποινική ευθύνη για ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη με παράλειψη, εφόσον παραβίασε την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση που του θέτει ο νόμος.
Σε κάθε περίπτωση, η παρέμβαση ενός μη ειδικού ή ειδικευόμενου γιατρού δεν αποσείει την ευθύνη του ειδικού. Ο Άρειος Πάγος έχει κρίνει ότι ευθύνεται για ανθρωποκτονία με παράλειψη κατά παράβαση ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης ο ειδικός γιατρός που ενώ εφημέρευε και ήταν διευθυντής της κλινικής, επαφέθηκε στη διάγνωση της ειδικευόμενης γιατρού και στη θεραπεία που αυτή συνέστησε[43].
Η ανάγκη αντιμετώπισης ενός επείγοντος περιστατικού δημιουργεί, εξάλλου, σε κάποιες περιπτώσεις και υποχρέωση παρέμβασης του γιατρού χωρίς να έχει προηγηθεί πλήρης ενημέρωση του ασθενούς και να έχει δοθεί η συναίνεσή του σε συγκεκριμένη θεραπευτική αγωγή. Τούτο λ.χ. συμβαίνει όταν ο ασθενής μεταφέρεται σε αφασία και σε απολύτως κρίσιμη κατάσταση σε ένα νοσοκομείο μετά από ατύχημα. Στις περιπτώσεις αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 3 του ΚΙΔ, ο γιατρός υποχρεούται να προχωρήσει άμεσα στην εκτέλεση της αναγκαίας ιατρικής πράξης, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος που απειλεί τη ζωή ή την υγεία του ασθενούς.
Συχνά υπάρχει η εντύπωση ότι ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές, ο γιατρός θα πρέπει να ζητά πάντως τη σύμφωνη γνώμη των συγγενών του ασθενούς ή των προσώπων που έχουν αναλάβει την επιμέλειά του. Στην πραγματικότητα όμως καμία τέτοια υποχρέωση δεν υπάρχει, καθώς άλλωστε κανένας συγγενής – ή, πολύ περισσότερο, τρίτος - δεν μπορεί να διαθέτει κατά βούληση τη ζωή ή την υγεία άλλων προσώπων.
3.5. Η αντιμετώπιση της σύγκρουσης καθηκόντων
Στον νόμο επιλύεται επιπλέον η σύγκρουση καθηκόντων στην οποία σε οριακές περιπτώσεις μπορεί να βρεθεί ο γιατρός, όπως λ.χ. μετά από ένα μεγάλο τροχαίο ατύχημα, όταν μπορεί να προσφέρει την απαιτούμενη βοήθεια σε ορισμένους μόνο τραυματίες, αφήνοντας τους άλλους στην τύχη τους. Κατά το άρθρο 15 ΚΙΔ, «ο γιατρός που βρίσκεται μπροστά σε σύγκρουση καθηκόντων αντιμετωπίζει τη σύγκρουση αυτή με βάση την επιστημονική του γνώση, τη σύγκριση των έννομων αγαθών που διακυβεύονται, τον απόλυτο σεβασμό της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας και τη συνείδησή του, στο πλαίσιο των αρχών του άρθρου 2».
Για να εφαρμοστεί ωστόσο η διάταξη αυτή, θα πρέπει να μην μπορεί να διαπιστωθεί υπαιτιότητα του γιατρού ως προς την εμφάνιση της σύγκρουσης καθηκόντων. Αξίζει λ.χ. να αναφερθεί η υπόθεση που απασχόλησε την ΑΠ 1436/2007, όταν αναισθησιολόγος και χειρούργος προγραμμάτισαν συγκεκριμένη σοβαρή επέμβαση σε ημέρα εφημερίας του νοσοκομείου όπου εργάζονταν και στη συνέχεια διέκοψαν την παρουσία τους στο χειρουργείο αυτό, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε επείγον έκτακτο περιστατικό που έφθασε στο νοσοκομείο, όπως ισχυρίστηκαν, αφήνοντας τους ειδικευόμενους γιατρούς να συρράψουν τα τραύματα[44]. Κατά τον χρόνο της απουσίας των ειδικών γιατρών εμφανίστηκε στην 19χρονη ασθενή βραδυκαρδία, που κράτησε 10 λεπτά, εξαιτίας της οποίας προκλήθηκε οξεία υποξαιμική εγκεφαλοπάθεια και από αυτήν στελεχιαία συνδρομή βαριάς μορφής με τετραπληγία, με αποτέλεσμα η ασθενής να μείνει για όλη της τη ζωή ανάπηρη σε ποσοστό 100%. Ο Άρειος Πάγος ορθά δεν δέχθηκε στην περίπτωση αυτή άρση του αδίκου λόγω σύγκρουσης καθηκόντων, καθώς η χειρουργική επέμβαση ήταν προγραμματισμένη και η σοβαρότητά της δεδομένη. Η σύγκρουση καθηκόντων που δημιουργήθηκε οφειλόταν επομένως αποκλειστικά στην υπαιτιότητα των δραστών.
3.6. Η ευθύνη των ειδικευομένων
Ειδικά ως προς τους ειδικευόμενους γιατρούς πρέπει να προστεθεί ότι αυτοί, καθώς βρίσκονται σε ένα καθεστώς εκπαίδευσης, δεν έχουν τα απαιτούμενα επιστημονικά προσόντα για αυτόνομη άσκηση της ιατρικής, στο πλαίσιο της ειδικότητας που θέλουν να αποκτήσουν. Στην πραγματικότητα όμως καλούνται συχνά να αντιμετωπίσουν μόνοι τους σημαντικά προβλήματα, υπό συνθήκες αντίξοες, κατά κανόνα στο πλαίσιο εφημερίας των κρατικών νοσοκομείων. Για τον λόγο αυτό είναι πολλές οι δικαστικές αποφάσεις που αναφέρονται στην ευθύνη των ειδικευομένων. Βεβαίως η ευθύνη αυτή διαφοροποιείται σημαντικά από την ευθύνη των ειδικών. Τις περισσότερες φορές ο ειδικευόμενος τιμωρείται γιατί παρέλειψε να ειδοποιήσει εγκαίρως τον ειδικό, ενώ μόνο σε λίγες περιπτώσεις έχει υπάρξει καταδίκη επειδή δεν μπόρεσε να προσφέρει ούτε την βασική ιατρική φροντίδα. Θα πρέπει ωστόσο εδώ να παρατηρηθεί ότι κυρίως όταν ο ειδικευόμενος κατηγορείται επειδή δεν ειδοποίησε εγκαίρως τον ειδικό, είναι κρίσιμο να εξετάζεται αν, με βάση τις γνώσεις που είχε, όφειλε να καταλάβει την κρισιμότητα της κατάστασης και πολύ περισσότερο αν μπορούσε να το πράξει στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν στη διάρκεια της εφημερίας, στοιχεία στα οποία δεν δίδεται συχνά από τη νομολογία μας η αναγκαία προσοχή[45]. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει ακόμη να παρατηρηθεί ότι η ευθύνη του ειδικευόμενου δεν απαλλάσσει ασφαλώς τον ειδικό γιατρό, οι πράξεις ή συνηθέστερα παραλείψεις του οποίου αξιολογούνται, όπως ειπώθηκε, αυτοτελώς.
3.7. Συμπέρασμα
Με βάση τα παραπάνω, προκειμένου να καταφαθεί ευθύνη του γιατρού για ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη από αμέλεια με παράλειψη, τηρείται η ακόλουθη σειρά:
(ι) Αρχικά καταγράφονται όλοι οι αναγκαίοι για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης όροι και ειδικότερα:
(α) η ενέργεια την οποία όφειλε να κάνει ο γιατρός,
(β) η διάταξη νόμου ή σύμβασης ή η προηγούμενη επικίνδυνη συμπεριφορά του γιατρού που δημιουργεί την υποχρέωση για τέλεση της πιο πάνω ενέργειας, βάσει του άρθρου 15 ΠΚ,
(γ) ο χρόνος κατά τον οποίο έπρεπε να γίνει η συγκεκριμένη ενέργεια,
(δ) η αιτιακή σύνδεση της παράλειψης του γιατρού με την πρόκληση του θανάτου ή της σωματικής βλάβης, αν, δηλαδή, πιθανολογείται με βασιμότητα που αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας ότι η εκπλήρωση της υποχρέωσης θα μπορούσε να αποτρέψει την εμφάνιση του κινδύνου ή να ανακόψει την εξέλιξή του προς τη βλάβη του έννομου αγαθού, ώστε τελικά το αποτέλεσμα να μην επέλθει ή να μην επέλθει με τον τρόπο και στον χρόνο που επήλθε.
(ιι) Στη συνέχεια εξετάζεται η πιθανή συνδρομή λόγων άρσης του αδίκου, με σημαντικότερο ανάμεσά τους τη σύγκρουση καθηκόντων, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν πιο πάνω.
(ιιι) Αμέσως μετά ελέγχεται η συνδρομή των οντολογικών στοιχείων της αμέλειας, ώστε να καταγραφεί στην απόφαση αν συντρέχουν οι όροι της ενσυνείδητης ή ασυνείδητης αμέλειας. Σε διαφορετική περίπτωση, κατά την πάγια αρεοπαγιτική νομολογία, η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
(ιv) Τέλος ερευνάται αν συντρέχουν τα αξιολογικά στοιχεία της αμέλειας, αν, δηλαδή, η παράλειψη του γιατρού οφείλεται πράγματι (α) σε έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε με βάση τους γενικά παραδεκτούς κανόνες να καταβάλει και (β) σε έλλειψη της προσοχής την οποία μπορούσε με βάση τις γνώσεις και την εμπειρία του να επιδείξει.
Παραπομπές - Βιβλιογραφία
[1] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 2581/08, ΝΟΜΟΣ.
[2] Παρουσίαση επιμέρους υποθέσεων που απασχόλησαν τα ελληνικά δικαστήρια βλ. σε Σ. Τοπάλη / Χ. Χοβαρδά, Η ποινική ιατρική ευθύνη μέσα από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων – τάσεις τελευταίας δεκαετίας, σε: Δικτύου ΑΠΘ «Σύγχρονη Ιατρική Πράξη, Βιοϊάτρική και Δίκαιο», Η Ιατρική Ευθύνη στην πράξη, Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2010, σ. 14 επ.
Σύμφωνα με στοιχεία που έχει ανακοινώσει το American Institute of Medicine, κάθε χρόνο στις ΗΠΑ προκαλούνται 12.000 θάνατοι από περιττές χειρουργικές επεμβάσεις και 7.000 θάνατοι από τη χορήγηση φαρμάκων που δεν έπρεπε να χορηγηθούν (βλ. Σ. Βλιάμου, Οικονομική ανάλυση των ιατρικών λαθών, σε: Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών, Ιατρικά Λάθη, Πρακτικά Συνεδρίου, 2008, σ. 22).
[3] Βλ. παρουσίαση και αναλυτική κριτική της θεωρίας της «εξωτερικής αμέλειας» σε Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Εγκλήματα κατά της ζωής, εκδ. Σάκκουλα, β΄ έκδ., 2001, σ. 528 επ.
[4] ΟλομΑΠ 3/12, ΠοινΧρ 2013, σ. 28.
[5] Βλ. την ίδια αυτή διατύπωση σε πληθώρα αρεοπαγιτικών αποφάσεων του έτους 2012 σε: Π. Χριστόπουλου, Η ποινική νομολογία του Αρείου Πάγου του έτους 2012 στο πεδίο των εξ’ αμελείας εγκλημάτων, ΠοινΧρ 2013, σ. 73 επ.
[6] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 183/06, ΠοινΧρ 2007, σ. 131.
[7] Bλ. Σ. Βλιάμου, Οικονομική ανάλυση των ιατρικών λαθών, σε: Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών, Ιατρικά Λάθη, Πρακτικά Συνεδρίου, 2008, σ. 22.
[8] Βλ. έτσι Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος, εκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα, 1974, σ. 157/158, Λ. Μαργαρίτη, Σωματικές Βλάβες, εκδ. Σάκκουλα, β΄ έκδ., 2000, σ. 665 επ.
[9] Εφαρμογή του κανόνα αυτού βλ. στην ΕφΘεσ 19/72, ΠοινΧρ 1972, σ. 314, που στηρίχθηκε στην εμπεριστατωμένη πρόταση του τότε αντεισαγγελέα εφετών Κ. Σταμάτη (με θετικό σχόλιο Α. Ψαρούδα – Μπενάκη).
[10] Τον λόγο αυτό άρσης του αδίκου διατύπωσε αρχικά ο K. Binding (Die Normen und ihre Übertretung, Bd. IV, 1922, σ. 509 επ.) και τον επεξεργάστηκαν στη συνέχεια σημαντικοί γερμανοί θεωρητικοί, όπως ο W. Gallas, Zum gegenwärtigen Stand der Lehre vom Verbrechen, 1955, σ. 42 επ. και ο H. Welzel, Fahrlässigkeit und Verkehrsdelikte, 1961, σ. 24.
[11] Για τον λόγο αυτό άρσης του αδίκου στον χώρο της ελληνικής ποινικής επιστήμης, βλ. Α. Κατσαντώνη, Ποινικόν Δίκαιον Ι, 1972, σ. 154 επ., 234 επ., Γ. Α. Μαγκάκη, Η «επιτρεπομένη κινδυνώδης δράσις» ως λόγος αποκλείων το άδικον, Τιμητικός Τόμος Αρείου Πάγου, 1961, σ. 103 επ., Ι. Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο, Γενική Θεωρία, εκδ. Σάκκουλα, 2004, σ. 837 επ., Δ. Παπαγεωργίου, Δικαιοσύνη και ιατρική αμέλεια στην πράξη – Ποινική δίωξη και αποδεικτικές δυσχέρειες στην ποινική διαδικασία, σε: Δικτύου ΑΠΘ «Σύγχρονη Ιατρική Πράξη, Βιοϊατρική και Δίκαιο», Επίκαιρα Ζητήματα Ιατρικού Δικαίου, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ. 10, σημ. 8, Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, σε: Ι. Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή Γενικού Μέρους, εκδ. Σάκκουλα, ζ΄ έκδ., 2005, σ. 642 επ., Τ. Φιλιππίδη, Η προστασία δεδικαιολογημένων συμφερόντων επί των εγκλημάτων κατά της τιμής, 1965, σ. 91 επ., Ν. Χωραφά, Ποινικόν Δίκαιον, Α΄ Τόμος, εκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα, 1978 (επιμ. Κ. Σταμάτη), σ. 226, Α. Ψαρούδα – Μπενάκη, Η ποινική ευθύνη εκ των κυκλοφοριακών παραβάσεων, εκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα, 1965, σ. 11.
[12] Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά για τις ανθρωποκτονίες και σωματικές βλάβες που τελούνται στο πλαίσιο της οδικής κυκλοφορίας, «εφόσον η έννομη τάξη επιτρέπει τη γεμάτη κινδύνους τροχαία κυκλοφορία και υποδεικνύει λεπτομερώς σε όσους μετέχουν σ’ αυτήν πώς να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους, δηλώνει ταυτόχρονα ότι η συμπεριφορά που ανταποκρίνεται στους κανόνες αυτούς βρίσκεται μέσα στα όρια του νόμου» (Βλ. Α. Ψαρούδα – Μπενάκη, ό.π., σ. 18/19).
[13] Διαφορετική άποψη είχε διατυπώσει πριν από την θέση σε ισχύ του νέου Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας ο Α. Χαραλαμπάκης ( Ιατρική ευθύνη και δεοντολογία, Πρώτοι βασικοί προβληματισμοί, εκδ. Α. Σάκκουλα, 1993, σ. 17), θεωρώντας αναγκαία την ενημέρωση στο μέτρο που επιβάλλει «η κοινή λογική». Ωστόσο το κριτήριο αυτό, όπως και ο ίδιος αναγνωρίζει, ήταν εξαιρετικά ασαφές.
[14] Ευρύτερα για τη σημασία και το περιεχόμενο της ενημέρωσης του ασθενούς, βλ. Δ. Ψαρούλη / Π. Βούλτσου, Ιατρικό Δίκαιο, Στοιχεία Βιοηθικής, University Studio Press, 2010, σ. 195 επ.
[15] Βλ. Τ. Φιλιππίδη, Ιατρική ευθύνη από τη σκοπιά του ποινικού δικαίου, 2ο Καρδιολογικό Συμπόσιο της Καρδιολογικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος, (Επιμ. Έκδοσης Ν. Αγκομαχαλελής), 1989.
[16] Βλ. έτσι και Χ. Μυλωνόπουλου, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Ι, εκδ. Δίκαιο και Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, 2007, σ. 326. Την ίδια άποψη είχε υποστηρίξει και στο πλαίσιο του παλαιότερου νομοθετικού καθεστώτος ο Α. Χαραλαμπάκης, Ιατρική ευθύνη και δεοντολογία, Μελέτες Ποινικού Δικαίου, εκδ. Α. Σάκκουλα, 1999, σ. 174.
[17] Με βάση τα στοιχεία αυτά, το «σφάλμα» στη συμπεριφορά του γιατρού, η ύπαρξη του οποίου αποκλείει τη δικαιολόγηση της πράξης του, μπορεί να ανιχνευθεί σε τέσσερα επιμέρους σημεία: (α) στην επιλογή της μεθόδου, (β) στην εφαρμογή της, (γ) στην ελλιπή ενημέρωση του ασθενούς και (δ) στην επέμβαση επάνω στο σώμα του ασθενούς καθ’ υπέρβαση της συναίνεσης που έχει αυτός δώσει. Η ύπαρξη σφάλματος σε οποιοδήποτε από τα σημεία αυτά, οδηγεί στην κατάφαση του τελικά άδικου χαρακτήρα της συμπεριφοράς του γιατρού. Για την έννοια του ιατρικού σφάλματος βλ. επίσης και Δ. Ψαρούλη / Π. Βούλτσου, Ιατρικό Δίκαιο, Στοιχεία Βιοηθικής, University Studio Press, 2010, σ. 231 επ.
[18] Για την τελευταία βλ. Κ. Φουντεδάκη, Το ιατρικό σφάλμα ως έννοια «κλειδί» για την αστική ευθύνη του γιατρού, σε Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών, Ιατρικά Λάθη, Πρακτικά Συνεδρίου, 2008, σ. 34.
[19] Βλ. Α. Ψαρούδα – Μπενάκη, Το ιατρικόν καθήκον διαφωτίσεως του ασθενούς ως προϋπόθεσις της συναινέσεώς του, ΠοινΧρ 1974, σ. 645.
[20] Βλ. Τ. Φιλιππίδη, Ιατρική ευθύνη από τη σκοπιά του ποινικού δικαίου, 2ο Καρδιολογικό Συμπόσιο της Καρδιολογικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος, (Επιμ. Έκδοσης Ν. Αγκομαχαλελής), 1989.
[21] Βλ. αντίστοιχα Α. Ψαρούδα – Μπενάκη, Το ιατρικόν καθήκον διαφωτίσεως του ασθενούς ως προϋπόθεσις της συναινέσεώς του, ΠοινΧρ 1974, σ. 643.
[22] Βλ. Πόρισμα Συνηγόρου του Πολίτη της 20.6.2006.
[23] Βλ. σχετικά Κ. Καραγεώργου, Η ποινική εκτίμηση ιατροχειρουργικών επεμβάσεων, εκδ. Σάκκουλα, 1996, σ. 144, Α. Χαραλαμπάκη, Ιατρική ευθύνη και δεοντολογία, Πρώτοι βασικοί προβληματισμοί, εκδ. Α. Σάκκουλα, 1993, σ. 16.
[24] Συχνά άλλωστε και οι ίδιοι οι γιατροί αναγνωρίζουν ότι μπορεί μια επέμβαση να «επιβάλλεται» στον ασθενή, μολονότι δεν είναι απολύτως αναγκαία ή εκείνος δεν είναι έτοιμος να την δεχθεί. Βλ. σχετικά Π. Επιβατιανού, Εισήγηση σε Στρογγυλή Τράπεζα της Ιατρικής Εταιρείας Θεσσαλονίκης, με θέμα Δεοντολογία και Ιατρική, 10.5.1990, Δημοσιεύματα του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Εταιρείας Κοινωνικής Αμύνης, 1990, σ. 20.
[25] Βλ. σχετικά με τα προβλήματα αυτά, Δ. Παπαγεωργίου, Δικαιοσύνη και ιατρική αμέλεια στην πράξη – Ποινική δίωξη και αποδεικτικές δυσχέρειες στην ποινική διαδικασία, σε: Δικτύου ΑΠΘ «Σύγχρονη Ιατρική Πράξη, Βιοϊατρική και Δίκαιο», Επίκαιρα Ζητήματα Ιατρικού Δικαίου, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ. 3 επ.
[26] Βλ. σχετικά Ν. Κεραμάρη, Επιδημιολογία – Επιστημολογία, σε: Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών, Ιατρικά Λάθη, Πρακτικά Συνεδρίου, 2008, σ. 19.
[27] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1438/01, ΠοινΔικ 2002, σ. 105.
[28] Βλ. Πόρισμα Συνηγόρου του Πολίτη «συναίνεση ασθενούς και διακοπή θεραπείας με ‘πειθαρχικό’ εξιτήριο, 26.11.2001, και Πόρισμα Συνηγόρου του Πολίτη «συναίνεση ασθενούς σε μεταμόσχευση μυελού των οστών», 30.10.2002.
[29] Βλ. ΑΠ 236/12, ΑΠ 352/12, ΑΠ1024/12, όπως παρουσιάζονται από τον Π. Χριστόπουλο, Η ποινική νομολογία του Αρείου Πάγου του έτους 2012 στο πεδίο των εξ’ αμελείας εγκλημάτων, ΠοινΧρ 2013, σ. 74 και 79.
[30] Βλ. αναλυτικά για τον τρόπο που η νομολογία μας εφαρμόζει τον κανόνα του άρθρου 28 ΠΚ, Σ. Τοπάλη / Χ. Χοβαρδά, Η ποινική ιατρική ευθύνη μέσα από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων – τάσεις τελευταίας δεκαετίας, σε: Δικτύου ΑΠΘ «Σύγχρονη Ιατρική Πράξη, Βιοϊάτρική και Δίκαιο», Η Ιατρική Ευθύνη στην πράξη, Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2010, σ. 14 επ.
[31] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 159/12, ΠοινΧρ 2012, σ. 607, ΑΠ 436/12, ΠοινΧρ 2013, σ. 33.
[32] ΠοινΔικ 2002, σ. 130 με παρατηρήσεις Α. Μαυροφόρου – Γιαννούκα.
[33] Βλ. στην ίδια κατεύθυνση και ΣυμβΠλημΜεσολ 11/06, ΠοινΔικ 2007, σ. 955.
[34] Στη νομολογία γίνεται επίσης δεκτό ότι η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση μπορεί να πηγάζει και από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπαιτίου (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 640/11, ΠοινΧρ 2012, σ. 654). Με την αναφορά όμως αυτή δεν εισάγεται κατά κυριολεξία μια νέα – τέταρτη – πηγή ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης κατά το άρθρο 15 ΠΚ, αλλά διευκρινίζεται με ποια έννοια η υποχρέωση μπορεί να προκύπτει από τον νόμο (Βλ. Λ. Μαργαρίτη, Σωματικές βλάβες, εκδ. Σάκκουλα, β΄ έκδ., 2000, σ. 638). Για την έννοια της σύνθετης συμπεριφοράς και την αξιολόγησή της ως πράξης ή παράλειψης, βλ. Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, Ανθρωποκτονία από αμέλεια με χορήγηση υπερδοσολογημένου φαρμάκου από την νοσοκόμα κατόπιν εντολής των γιατρών: Ευθύνη από πράξη ή παράλειψη;, Εμβάθυνση στην ποινική νομολογία, εκδ. Σάκκουλα, β΄ έκδ., 2009, σ. 512 επ.
[35] ν. 3418/2005.
[36] Π.δ. 39/2007
[37] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 797/02, ΠοινΧρ 2003, σ. 234
[38] Υπάρχει πληθώρα αποφάσεων που καταδικάζουν γιατρούς για ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη από αμέλεια επειδή δεν έκαναν τις εξετάσεις που όφειλαν ή την εγχείριση που έπρεπε να πραγματοποιήσουν (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 797/02, ΠοινΧρ 2003, σ. 234).
[39] Βλ. αναλυτικά Σ. Τοπάλη / Χ. Χοβαρδά, Η ποινική ιατρική ευθύνη μέσα από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων – τάσεις τελευταίας δεκαετίας, σε: Δικτύου ΑΠΘ «Σύγχρονη Ιατρική Πράξη, Βιοϊάτρική και Δίκαιο», Η Ιατρική Ευθύνη στην πράξη, Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2010, σ. 14 επ.
[40] Βλ. εντελώς ενδεικτικά ΑΠ 640/11, ΠοινΧρ 2012, σ. 654, ΑΠ 436/12, ΠοινΧρ 2013, σ. 33..
[41] Βλ. στην κατεύθυνση αυτή Γ. Μπουρμά, Ειδικότερες σκέψεις για την εξ’ αμελείας δια παραλείψεως τέλεση, ΠοινΔικ 2013, σ. 111 επ., Χ. Μυλωνόπουλου, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, εκδ. Δίκαιο και Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, 2007, σ. 312, Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Εγκλήματα κατά της ζωής, εκδ. Σάκκουλα, β΄ έκδ., 2001, σ. 556.
[42] Βλ. εντελώς ενδεικτικά ΑΠ 436/12, ΠοινΧρ 2013, σ. 33.
[43] Βλ. ΑΠ 1063/00, ΠοινΔικ 2001, σ. 120 με παρατηρήσεις Α. Τσίτουρα.
[44] ΠοινΔικ 2008, σ. 380.
[45] Βλ. σχετικά Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, Η ποινική ευθύνη του αναισθησιολόγου στις ιατροχειρουργικές επεμβάσεις, ΝοΒ 1989, σ. 879, Σ. Τοπάλη, Η ποινική ευθύνη του ειδικευόμενου γιατρού για σωματική βλάβη ή ανθρωποκτονία από αμέλεια, ΠοινΔικ 2004, σ. 1253.