Γεώργιος Πλειός
Καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Ανάλυσης της Επικοινωνίας
Τμήμα Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε
Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιο Αθηνών
Όπως συμβαίνει και σε άλλες επιστήμες, οι επιστήμονες που εργάζονται στο πεδίο της επικοινωνίας υιοθετούν διαφορετικές αντιλήψεις για τη σχέση υγείας και ΜΜΕ. Η συνηθέστερη αντίληψη θέλει τα ΜΜΕ να καταγράφουν, αντικειμενικά ή λιγότερο αντικειμενικά, όσα διαδραματίζονται στο χώρο της υγείας και πιο ειδικά σε ότι αφορά τις ασθένειες, τις αιτίες και την πρόληψή τους, εκείνα που λαμβάνουν χώρα ανάμεσα στους γιατρούς και τους ασθενείς ή τους συγγενείς τους, ή στο εσωτερικό της ιατρικής κοινότητας, κι ακόμα περισσότερο στη λειτουργία των υγειονομικών μονάδων και τις παροχές τους ή στο περιεχόμενο, τους στόχους και την αιτιολόγηση μιας πολιτικής της υγείας.
Κάποιοι άλλοι τονίζουν ότι τα μέσα, για ποικίλους λόγους, ακολουθούν μια ορισμένη «γραμμή», προκειμένου να προβάλλουν μια ορισμένη άποψη για όσα διαδραματίζονται στον ευρύτερο χώρο της υγείας επιλέγοντας ή αποκλείοντας κάποια θέματα, πρόσωπα και περιοχές της χώρας και του κόσμου, ή ερμηνείες των γεγονότων. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό σε περιπτώσεις επιδημίας ή πανδημίας, ασθενειών που είναι σημαντική η συμβολή των κοινωνικών παραγόντων και η οικονομική ή πολιτιστική τους διάσταση ή είναι ιδιαίτερα σημαντική η στάση του κράτους και της πολιτικής ηγεσίας.
Τέλος, ιδιαίτερα στις σύγχρονες κοινωνίες, στις οποίες ο ρόλος των μέσων επικοινωνίας είναι κομβικός και στην υγεία, δεν είναι σπάνιες οι φωνές, που αν και πριν λίγο καιρό ακούγονταν παράδοξες σήμερα κερδίζουν έδαφος υπογραμμίζοντας ότι οι αντιλήψεις που έχουμε για την υγεία και την ασθένεια, για τις καλές και κακές πρακτικές, για τους γιατρούς και τους ασθενείς, για την ιεράρχηση των προβλημάτων υγείας και θεραπείας δεν είναι προϊόν τόσο ή μόνο των επιστημών και μάλιστα των επιστημών υγείας, αλλά προϊόν μιας σύνθετης κοινωνικής διαδικασίας στην οποία τα ΜΜΕ κατέχουν έναν πρωταγωνιστικό ρόλο. Αυτό γίνεται αντιληπτό στις περιπτώσεις επίσης επιδημίας ή πανδημίας όπου δεν είναι σπάνιο φαινόμενο ο λεγόμενος «πανικός των μέσων επικοινωνίας».
Αν και ο χώρος της υγείας, όπως άλλωστε και άλλοι, χαρακτηρίζονται από πλήθος παραμέτρων, για μια σειρά λόγους (λ.χ. το ιδιοκτησιακό καθεστώς, η δημοσιογραφική κουλτούρα του μέσου, οι πρακτικές συλλογής των ειδήσεων κ.ά.), τα μέσα επικεντρώνονται σε θέματα που κινούνται σε κάποιους σταθερούς άξονες, ιδιαίτερα όταν αυτοί διασταυρώνονται. Ορισμένοι από αυτούς είναι:
1) Οι «κακές ειδήσεις». Όπως και σε άλλα ζητήματα, τα ΜΜΕ επικεντρώνονται στις «κακές ειδήσεις», δηλαδή κυρίως στις αρνητικές όψεις της «υγείας». Θανατηφόρες ασθένειες, κακοί ή διεφθαρμένοι γιατροί και νοσηλευτές, προβληματική λειτουργία των υγειονομικών μονάδων και υπηρεσιών κ.ά. είναι μερικές από τις κατηγορίες τέτοιων ειδήσεων. Ως εκ τούτου, η «αλήθεια» ως απεικόνιση της σύνθετης πραγματικότητας της υγείας διαφεύγει συχνά της προσοχής των ΜΜΕ.
2) Την μεγαλύτερη προσοχή των ΜΜΕ προσελκύουν συνήθως μαζικής κλίμακας ασθένειες, επιδημίες και πανδημίες, ιδίως αν είναι θανατηφόρες, θέτοντας σε δεύτερο πλάνο ασθένειες που δεν είναι επιδημικές, όπως λ.χ. η κατάθλιψη που έχει αυξηθεί τελευταία ως αποτέλεσμα της κρίσης, και των οποίων τα αποτελέσματα κάποιες φορές μπορεί να είναι περισσότερο σημαντικά αλλά έμμεσα.
3) Τα ΜΜΕ επικεντρώνονται επίσης σε ασθένειες που είναι ανθρωπογενείς ή συχνά επικεντρώνονται κατ’ εξοχήν στην ανθρώπινη παρέμβαση, ιδιαίτερα των αρχών, των γιατρών, των επιστημόνων κ.λπ.
4) Τα ΜΜΕ υπερτονίζουν τις διαφορές και της αντιθέσεις που υπάρχουν στον ιατρικό και επιστημονικό κόσμο ή ανάμεσα σε γιατρούς και ασθενείς/συγγενείς. Ακολουθώντας την αρχή της αμεροληψίας και των ίσων αποστάσεων πολλές φορές εξισώνουν τις επιστημονικές γνώσεις με δημοφιλείς, πλην όμως μη έγκυρες γνώμες.
5) Τα ΜΜΕ επικεντρώνονται σε προβλήματα υγείας που ανήκουν στην εκτός εργασίας ζώνη, δηλαδή στο ελεύθερο χρόνο. Οι επαγγελματικές ασθένειες συνήθως διαφεύγουν της προσοχής τους, αν και δεν προκύπτει ότι για τον άνθρωπο ή την κοινωνία είναι λιγότερο σημαντικές.
6) Τα ΜΜΕ δίνουν συχνά έμφαση στο, οικονομικό, κοινωνικό καιπολιτικό κόστος εξισώνοντας το με τη σημασία που έχουν οι ασθένειες για την ανθρώπινη ζωή.
7) Τα μέσα επικοινωνίας κατασκευάζουν το προφίλ των πρωταγωνιστών της υγείας (λ.χ. γιατρών, νοσηλευτών κ.λπ.) και έτσι τις σχέσεις μεταξύ τους. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σε ένα σύστημα υγείας με προβλήματα και μια χώρα με εκτεταμένη διαφθορά όπως η Ελλάδα. Έτσι, η εικόνα του γιατρού που παίρνει φακελάκι έχει καταστεί κοινότυπη, γεγονός που μετατρέπεται σε αντίστοιχη συμπεριφορά μεγάλης μερίδας ασθενών προς μια μεγάλη μερίδα γιατρών με αποτέλεσμα, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, να παράγει διαφθορά ακόμα και εκεί που δεν υπάρχει.
Ωστόσο, δίπλα σ’ αυτές τις τάσεις, που χαρακτηρίζουν τα παλιά μέσα, καινούργιες αναδύονται μαζί με τα λεγόμενα «νέα μέσα». Μερικές απ’ αυτές είναι:
Α) Ένα μεγάλο πλήθος επαγγελματιών της υγείας και οργανισμών αποκτούν πρόσβαση σε αριθμό ενδιαφερομένων που ξεπερνά κατά πολύ το ακροατήριο των εντύπων, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Έτσι ένα αρκετά πλούσιο και εξειδικευμένο περιεχόμενο για θέματα υγείας φτάνει σε ένα μεγάλο μέρος, αν αγνοήσουμε φυσικά το ψηφιακό χάσμα.
Β) Τα νέα μέσα διευρύνουν την ατζέντα της υγείας, θέτοντας στο δημόσιο διάλογο προβλήματα ή πτυχές της υγείας, τα οποία απουσιάζουν για διάφορους λόγους (έλλειψη ειδικών ρεπόρτερ, εξωτερικές πιέσεις στα ΜΜΕ, χαμηλή θεαματικότητα κ.λπ.) από τα παραδοσιακά μέσα.
Ωστόσο εδώ ανακύπτουν τρία σημαντικά ζητήματα.
a) Η ανάμειξη επιστημονικών και επιστημονικοφανών/μη επιστημονικών ή και αντιεπιστημονικών πληροφοριών που παρατηρείται λ.χ. στο διαδίκτυο. Δίπλα στην επιστημονική πληροφορία που καταθέτουν οι ειδικοί επιστήμονες, συνυπάρχει η γνώμη άσχετων ή οι προκαταλήψεις ανορθολογικά σκεπτόμενων ανθρώπων. Το διαδίκτυο εξισώνει όλες τις απόψεις σε βαθμό πολλαπλάσιο από αυτόν στον οποίο το έκαναν τα παλιά μέσα. Έτσι, το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ροή πληροφοριών που αποκτά γκρίζο χρώμα. Οι αξιόπιστες αμφισβητούνται και οι αναξιόπιστες μπαίνουν στο ίδιο κλαμπ με τις επιστημονικές πληροφορίες
b) Η εξίσωση μεταξύ ειδικών και μη ειδικών που δημοσιεύουν ιατρικού χαρακτήρα πληροφορίες, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπ’ όψη ότι το ιδιαίτερο στοιχείο που προσθέτουν λ.χ. τα blogs και τα social media, είναι η ερμηνεία των πληροφοριών για την υγεία. Όμως σε αντίθεση με τα παλιά μέσα, εκείνοι που ερμηνεύουν και αξιολογούν τις ιατρικές πληροφορίες, και είναι δυνητικά όλοι οι πολίτες. Αυτοί δεν έχουν την εκπαίδευση ούτε τις δεσμεύσεις των δημοσιογράφων στα παλιά μέσα, ούτε και έχουν οι αναγνώστες παρόμοιες προσδοκίες. Οι ειδικοί γιατροί, ερευνητές κ.λπ. εξισώνονται στη διαδικτυακή ροή με οποιονδήποτε άλλο μπορεί να παρέχει πληροφορίες για το ίδιο θέμα.
c) Η διάδοση ψευδών πληροφοριών από άγνοια ή πρόθεση, όπως συμβαίνει και με μια σειρά άλλα θέματα στα νέα μέσα, ειδικά αν το κοινό λόγω πεποιθήσεων και προκαταλήψεων είναι διατεθειμένο να πιστέψει εύκολα τέτοιες πληροφορίες.
Ως αποτέλεσμα, η ιατρική «αλήθεια», έστω και αν είναι σχετική, δεν τίθεται απλά σε αμφισβήτηση αλλά κυριολεκτικά συνθλίβεται. Η γνώμη, αν είναι πειστική και κυρίως δημοφιλής ενέχει το χαρακτήρα αξιώματος.
Είναι πολύ νωρίς για να γνωρίζουμε τις πραγματικές συνέπειες στην οργάνωση των υγειονομικών υπηρεσιών ή στην διαμόρφωση και εφαρμογή πολιτικών υγείας ή ακόμα και στην υγεία των πολιτών, που μπορεί να φέρει η πραγματικότητα των νέων μέσων.
Σίγουρα όμως η δημοσιογραφία της υγείας όσο καλή και αν είναι δεν αρκεί. Απαιτείται συνολική επανεξέταση του ζητήματος.
Παρά ταύτα, αν η κάλυψη της υγείας είναι ένα από τα κεφαλαιώδη ζητήματα στη σχέση ΜΜΕ και υγείας, το άλλο, εκείνο που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους πρωταγωνιστές της είναι τι τελικά κάνουν τα μέσα στο κοινό ή τι κάνει το κοινό με τα μέσα για την υγεία του.
Κωδικοποιημένα, ο ρόλος των μέσων είναι τριπλός. Κατ’ αρχήν συμβάλλουν καθοριστικά ώστε να αξιολογούνται τα ζητήματα υγείας έναντι άλλων ζητημάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, όπως επίσης συμβάλλουν ώστε να θεωρούνται πιο σημαντικές έναντι άλλων ορισμένες ασθένειες, αιτίες τους, θεραπείες, υγειονομικές μονάδες, ιατρικά επαγγέλματα ή ακόμα και τα χαρακτηριστικά όσων ασχολούνται επαγγελματικά με την υγεία. Πτυχές του φαινομένου παρατηρήθηκαν στην περίπτωση του ιού Η1Ν1 πριν λίγα χρόνια, ακόμα και μεταξύ του νοσηλευτικού προσωπικού.
Κάτι τέτοιο είναι σημαντικό διότι συμβάλλει στη διαμόρφωση στάσεων που στη συνέχεια μέσα από πολλές διόδους εισέρχονται στο χώρο της υγείας και τον επηρεάζουν. Έτσι, με τον τρόπο αυτό τα ΜΜΕ μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις και τις πράξεις μιας κυβέρνησης, των υγειονομικών αρχών, των διοικήσεων των εκπαιδευτικών μονάδων, αλλά και των γιατρών και νοσηλευτών. Δεν είναι απίθανο να συμβάλλουν ακόμα και στην επιλογή συγκεκριμένου επαγγέλματος υγείας από τους ενδιαφερόμενους.
Δεύτερον, τα μέσα επικοινωνίας, καθώς έχουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν την κοινή γνώμη σχετικά με το τι είναι λιγότερο και τι περισσότερο σημαντικό στην περιοχή της υγείας, αποκτούν τη δύναμη να διαμορφώνουν τη δεκτικότητα και τη συμφωνία του κοινού απέναντι σε ορισμένες πολιτικές υγείας και να εξασθενίζουν άλλες. Η συχνή παρουσίαση ενός συστήματος υγείας ως αναποτελεσματικού και δαπανηρού λ.χ. ευνοεί αναπόφευκτα την αποδοχή μια ευρύτερης ή λιγότερο ευρείας ιδιωτικοποίησης.
Τρίτο, που είναι και το πιο ορατό, έχει καταγραφεί ότι τα ΜΜΕ μπορούν να επηρεάσουν τις ατομικές μας συμπεριφορές αναφορικά με θέματα υγείας. Αυτό κατέστη εμφανές στην περίπτωση του HIV, στην οποία θεωρείται ότι τα μέσα, μαζί με άλλους παράγοντες έπαιξαν ρόλο στη διακύμανση του αριθμού των ασθενών. Παρατηρήθηκε ακόμα πριν από λίγα χρόνια στην περίπτωση του ιού Η1Ν1, λ.χ. στην περίπτωση της αναγκαιότητας ή μη του εμβολιασμού.
Τα χαρακτηριστικά της σχέσης ανάμεσα στα ΜΜΕ και την υγεία περιπλέκονται ιδιαίτερα σε δύσκολους καιρούς όπως οι σημερινοί. Η υγεία, ιδιαίτερα η δημόσια υγεία αποτελούν έναν από τους δυο τομείς που πλήττονται ιδιαίτερα σε συνθήκες δημοσιονομικής κρίσης. Ανεξάρτητα από τους τρόπους και τις επιμέρους αφορμές, η θεμελιώδης αιτία είναι πως η υγεία αποτελεί έναν τομέα της κοινωνικής ζωής που απορροφά μεγάλους χρηματικούς πόρους που περικόπτονται. Η τραγική όμως ειρωνεία του πράγματος βρίσκεται στο γεγονός πως η υγεία δεν αποτελεί μόνο ένα μέσο μείωσης των ανισοτήτων και κοινωνικής συνοχής, όπως πρεσβεύουν ορισμένες απόψεις και όπως ίσως συνέβαινε παλιότερα, αλλά συνιστούν επιπλέον θεμελιώδη παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης που είναι το ζητούμενο σε περίοδο δημοσιονομικής κρίσης και κρίσης υπο-παραγωγικότητας. Με τον τρόπο αυτό οι κοινωνίες σε κρίση μπαίνουν σε έναν φαύλο κύκλο μείωσης των υγειονομικών παροχών προκειμένου να εξασφαλίσουν πόρους για ανάπτυξη, όμως την ίδια στιγμή περιορίζουν τις βασικές προϋποθέσεις γι’ αυτό, όπως η υγεία.
Στις συνθήκες αυτές, στις συνθήκες της κρίσης, τα ΜΜΕ γίνονται εξαιρετικά σημαντικό μηχανισμός για τη νομιμοποίηση και την εφαρμογή μιας πολιτικής υγείας ή την αμφισβήτηση της ή για την διάδοση νέων πρακτικών στο χώρο της υγείας που επιβάλλονται από τις συνθήκες της κρίσης. Από την άλλη, γίνονται ένα «αποκούμπι» για ανθρώπους που θα διστάσουν να πληρώσουν για να λάβουν επιστημονικές πληροφορίες, με ότι συνέπειες έχει αυτό τόσο για τους ίδιους όσο και για τις τάσεις της ενημέρωσης που περιέγραψα πιο πάνω.
Από όλα αυτά μπορούν να προκύψουν πολλά συμπεράσματα. Θα σταθώ όμως σεε δύο.
Πρώτον ένα συμπέρασμα ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Είναι άμεσα αναγκαία η διεύρυνση της έρευνας και της διδασκαλίας σε ανώτατο επίπεδο της σχέσης ΜΜΕ και υγείας έχοντας κατά νου τόσο τους δημοσιογράφους όσο και τους επαγγελματίες της υγείας του αύριο αλλά ακόμα και του σήμερα.
Δεύτερον, ένα συμπέρασμα κοινωνικού χαρακτήρα. Τόσο οι ακαδημαϊκοί όσο και οι δημοσιογράφοι πρέπει να καταβάλουμε μέριμνα ώστε να διαφύγει της κρίσης όχι μόνο η υγεία αλλά και η ενημέρωση για την υγεία, η ενημέρωση υψηλού κινδύνου.